ξυλιάζω

ξυλιάζω
1. μετ. делать жёстким, малоподвижным;
η παγωνιά μού ξύλιασε τα πόδια от мороза мой ноги одеревенели; 2. αμετ. деревенеть, неметь; становиться жёстким, малоподвижным; окостеневать, коченеть (от мороза);

ξυλιάζω απ' το κρύο — зябнуть; — замерзать, коченеть


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξυλιάζω" в других словарях:

  • ξυλιάζω — ξυλιάζω, ξύλιασα, ξυλιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξυλιάζω — [ξύλο] 1. γίνομαι σκληρός και άκαμπτος σαν το ξύλο («ξύλιασαν τα πόδια μου από το κρύο») 2. καθιστώ κάποιον ή κάτι σκληρό και άκαμπτο όπως το ξύλο («το ξεροβόρι μού ξύλιασε τη μύτη») 3. ξυλοκοπώ, δέρνω …   Dictionary of Greek

  • ξυλιάζω — ξύλιασα, ξυλιασμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να γίνει αλύγιστος σαν ξύλο: Η παγωνιά μού ξύλιασε τα δάχτυλα. 2. αμτβ., γίνομαι αλύγιστος σαν ξύλο: Ξύλιασαν τα χέρια μου από το κρύο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποξυλιάζω — 1. γίνομαι πολύ ξερός 2. ξυλιάζω τελείως απ το κρύο, παγώνω …   Dictionary of Greek

  • ξύλιασμα — το [ξυλιάζω] το να γίνεται ένα πράγμα σκληρό και άκαμπτο σαν ξύλο …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»